- απροικος
- ἄπροικοςἄ-προικος2без приданого Lys., Isae., Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἄπροικος — without portion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπροικος — κ. απροίκιστος (AM ἄπροικος, ον) ο χωρίς προίκα νεοελλ. αυτός που δεν έχει ακόμη ετοιμάσει την προίκα αρχ. ο χωρίς μερίδιο … Dictionary of Greek
άπροικος — η, ο αυτός που δεν έχει προίκα: Είναι κορίτσι καλό, αλλά άπροικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄπροικον — ἄπροικος without portion masc/fem acc sg ἄπροικος without portion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροίκοις — ἄπροικος without portion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροίκου — ἄπροικος without portion masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροίκους — ἄπροικος without portion masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροίκων — ἄπροικος without portion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπροικοι — ἄπροικος without portion masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άεδνος — (I) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που δεν έχει προίκα, άπροικος, απροίκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἕδνα (= προίκα)]. (II) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη προίκα, πολύφερνος, πολύπροικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ επιτ. + ἕδνα (= προίκα)] … Dictionary of Greek
απροίκιστος — η, ο βλ. άπροικος … Dictionary of Greek